- στρεβλός
- Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία.
* * *-ή, -ό / στρεβλός, -ή, -όν, ΝΜΑ1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.)2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον χαρακτήρα («καὶ μετὰ ἐκλεκτοῡ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ μετὰ στρεβλοῡ διαστρέψεις», ΠΔ)νεοελλ.1. μτφ. α) (για πρόσ.) δύστροπος, ιδιότροπος («στρεβλός χαρακτήρας»)β) (για πνευματική εκδήλωση) λανθασμένος, σφαλερός, παράλογος («στρεβλές αντιλήψεις»)2. φρ. α) «στρεβλό πολύγωνο»μαθημ. πολύγωνο τού οποίου οι κορυφές δεν ανήκουν στο ίδιο επίπεδοβ) «στρέβλη καμπύλη»μαθημ. καμπύλη που δεν είναι επίπεδηγ) «στρεβλές ευθείες» — ευθείες τού χώρου μη παράλληλες και μη τεμνόμενεςδ) «στρέβλη επιφάνεια»μαθημ. ευθειογενής επιφάνεια η οποία δεν είναι αναπτυκτήαρχ.1. (για πρόσ.) αλλήθωρος*2. (για τα φρύδια και για το μέτωπο) συνοφρυωμένος, ρυτιδωμένος3. μτφ. πανούργος («στρεβλοῑσι παλαίσμασι» — με πανούργα τεχνάσματα, Αριστοφ.).επίρρ...στρεβλῶς Μ1. όπως ο ανάπηρος, με στρεβλό τρόπο2. μτφ. με διεστραμμένο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στρέφω].
Dictionary of Greek. 2013.